θυμόσοφος — η, ο (Α θυμόσοφος, ον) αυτός που έχει έμφυτη και κατ έμπνευση σοφία, ο εκ φύσεως σοφός, ο ευφυής νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη την κλίση να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την ψυχραιμία και την ψυχική του ηρεμία και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις … Dictionary of Greek
Αντιφών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Αθηναίος (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος σοφιστής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες και αναφέρεται κυρίως από τον Ξενοφώντα. Από το έργο του διασώζονται μόνο αποσπάσματα. Αναφέρονται ως έργα… … Dictionary of Greek
Μοντάλε, Εουτζένιο — (Eugenio Montale, 1896 – 1981). Ιταλός ποιητής. Διετέλεσε διευθυντής του επιστημονικού και λογοτεχνικού Ιδρύματος Βιεσέ της Φλωρεντίας (1929 39) και από το 1949 αρχισυντάκτης της Corriere della Sera, όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη λογοτεχνική… … Dictionary of Greek
Χείλων ή Χίλων — Ένας από τους Επτά Σοφούς της αρχαιότητας. Λακεδαιμόνιος, γιος του Δαμάγητου. Ήκμασε στην 56η Ολυμπιάδα (556 π.Χ.). Ο Διογένης Λαέρτιος αποδίδει στον X. τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας με τον θεσμό των εφόρων. Έγινε διάσημος για τη… … Dictionary of Greek